- μεγαλόθρονος
- μεγαλόθρονος, -ον (Α)αυτός που κάθεται σε ισχυρό θρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱԳԱՀ — ( ) NBH 2 0235 Chronological Sequence: 10c ա. μεγαλοθρόνος magni throni. իբր Ունօղ զմեծ գահ կամ զաթոռ իշխանութեան. մակդիր հռովմայ. *Որ կապիւր վասն քրիստոսի յերուսաղէմ, եւ ʼի մեծագահն հռովմ արձակիւր. Խոսր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)